επιρρύομαι

επιρρύομαι
ἐπιρρύομαι (Α) [ρύομαι]
(αποθ.) διασώζω, διαφυλάσσω («ἐπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιρρύου — ἐπιρρύ̱ου , ἐπιρρύομαι save pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπιρρύ̱ου , ἐπιρρύομαι save imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίρρυσις — (I) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρέω] ροή («ἐάν ἀποτρέψῃς τὴν ἐπίρρυσιν», Ιπποκρ.). (II) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρύομαι] διαφύλαξη, διάσωση («κατετρίβοντο, μή γινομένης τινὸς ἐπιρρύσεως», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιρυσθῆναι — ἐπιρῡσθῆναι , ἐπιρρύομαι save aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”